- πολυνεφέλας
- ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. πολυνέφελος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυνεφέλου — πολυνέφελας masc gen sg πολυνέφελος overcast with clouds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυνεφέλα — πολυνεφέλᾱ , πολυνέφελας masc nom/voc/acc dual πολυνέφελας masc voc sg πολυνεφέλᾱ , πολυνέφελας masc gen sg (doric aeolic) πολυνέφελας masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυνέφελος — ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α (ως προσωνυμία τού Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α νέφελος] … Dictionary of Greek